-
1 κατεπαγγέλλομαι
A make promises or engagements, τινι with one, D.32.11;τὸ παρὸν λυμαινόμενος, τὸ δὲ μέλλον κ. Aeschin.3.223
; promise, c.acc.,τινὶ τιμήν J.AJ8.14.4
; κ. τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν devote it to.., Plu. 2.807b: c. [tense] pres. inf.,τέχνας-όμενος διδάσκειν Aeschin.1.117
, cf. Ph. 2.316: c. [tense] fut. inf.,κ. πρός τινας λήσειν Aeschin.1.173
;προκαταλήψεσθαι τὰς παρόδους D.S.11.4
: abs.,μέχρι τοῦ -αγγείλασθαι Phld. Rh.2.3
S.:—[voice] Pass.,ἡ -ομένη ζημία J.AJ6.5.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεπαγγέλλομαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский